- νέγκατρον
- και νεγκατρόνιο, το1. ξενόγλωσσος όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται το σύνηθες ηλεκτρόνιο που φέρει αρνητικό φορτίο, σε αντίθεση με το θετικό ηλεκτρόνιο, ή, αλλ., ποζιτρόνιο2. (ηλεκτρ.) θερμιονική λυχνία κενού με τέσσερα ηλεκτρόδια η οποία έχει χαρακτηριστικά αρνητικής αντίστασης.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. negatron < nega[tive] «αρνητικός» + [ele]ctron «ηλεκτρόνιο»].
Dictionary of Greek. 2013.